- ροδώνα
- gülistan, gül bahçesi, güllük
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ῥοδῶνα — ῥοδών rose bed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λόχνερ, Στέφαν — (Stephan Lochner, Μέερσμπουργκ 1408; – Κολονία 1451). Γερμανός ζωγράφος. Υπήρξε από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της υστερογοτθικής περιόδου. Το έργο του έγινε ευρύτερα γνωστό κατά τον 19o αι., όταν οι κριτικοί της εποχής κατόρθωσαν να… … Dictionary of Greek
Μποτιτσέλι, Σάντρο Φιλιπέπι — (Sandro Filipepi detto il Botticelli, Φλωρεντία περ. 1445 – 1510). Ιταλός ζωγράφος. Εργάστηκε ίσως πρώτα κοντά σε κάποιο χρυσοχόο αλλά μαθήτευσε, όπως αναφέρει ο Βαζάρι, στο ζωγραφικό εργαστήριο του Φρα Φιλίπο Λίπι. Την πληροφορία επιβεβαιώνει… … Dictionary of Greek
Σονγκάουερ, Μάρτιν — (Schongauer). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης (;Άουγκσμπουργκ 1440 Μπράιζαχ 1491). Άρχισε να εργάζεται στο Κόλμαρ εμπνεόμενος από το Βαν ντερ Βάυντεν («Παναγία στο ροδώνα», 1475), γρήγορα όμως αποδείχτηκε ένας από τους λεπτότερους καλλιτέχνες του… … Dictionary of Greek
Στόρνι, Αλφονσίνα — (Storni). Αργεντινή ποιήτρια (Σάλα Καπριάσκα, Λουγκάνο 1892 – Μαρ ντελ Πλάτα, Μπουένος Άιρες 1938). Εγκαταστάθηκε σε ηλικία τεσσάρων ετών με τους γονείς της στην Αργεντινή, όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια σε μεγάλη φτώχια. Αφιερώθηκε στη… … Dictionary of Greek